Γερμανικά » Ελληνικά

tief [tiːf] ΕΠΊΘ

Tief <-s, -s> SUBST ουδ ΜΕΤΕΩΡ

Παραδειγματικές φράσεις με tieferen

die tieferen Ursachen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский