Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ύφεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ύφεσ|η <-εις> [ˈifɛsi] SUBST θηλ

1. ύφεση ΠΟΛΙΤ:

ύφεση
Entspannung θηλ

2. ύφεση ΟΙΚΟΝ:

ύφεση
Rezession θηλ
ύφεση

3. ύφεση ΜΕΤΕΩΡ:

ύφεση

4. ύφεση ΜΟΥΣ (υποβιβασμός):

ύφεση
Erniedrigung θηλ
ντο/ρε/μι/φα/σολ/λα/σι ουδ ύφεση
Ces/Des/Es/Fes/Ges/Aes/B ουδ

5. ύφεση ΜΟΥΣ (το σύμβολο):

ύφεση

Παραδειγματικές φράσεις με ύφεση

σολ ύφεση
Ges ουδ
ντο ύφεση
Ces ουδ
μι ύφεση
Es ουδ
ρε ύφεση
Des ουδ
φα ύφεση
Fes ουδ
λα ύφεση
Aes ουδ
σι ύφεση
B ουδ
ντο/ρε/μι/φα/σολ/λα/σι ουδ ύφεση
Ces/Des/Es/Fes/Ges/Aes/B ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский