Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκύβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκύ|βω <-ψα, -μμένος> [ˈscivɔ] VERB αμετάβ

2. σκύβω μτφ (υποτάσσομαι):

σκύβω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский