Ελληνικά » Γερμανικά

κοιτάω

κοιτάω s. κοιτάζω

Βλέπε και: κοιτάζω

I . κοιτά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ciˈtazɔ] VERB μεταβ

1. κοιτάζω (κάτι, κάποιον):

I . κοιτά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ciˈtazɔ] VERB μεταβ

1. κοιτάζω (κάτι, κάποιον):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский