Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καρβέλι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καρβέλι [karˈvɛli] SUBST ουδ

καρβέλι
Laib αρσ Brot
καρβέλι
Brot ουδ
χωριάτικο καρβέλι
Bauernbrot ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με καρβέλι

χωριάτικο καρβέλι
Bauernbrot ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский