Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: wundern , wandern , sondern , mindern , lindern , hindern και ändern

II . ändern [ˈɛndɐn] VERB μεταβ (Kleidung)

lindern [ˈlɪndɐn] VERB μεταβ

1. lindern (Schmerzen):

2. lindern (Elend):

mindern [ˈmɪndɐn] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский