Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμποδίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμποδί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛmbɔˈðizɔ] VERB μεταβ

2. εμποδίζω (παρεμβάλλω εμπόδια, ενοχλώ):

εμποδίζω
εμποδίζω την κυκλοφορία

Παραδειγματικές φράσεις με εμποδίζω

εμποδίζω την κυκλοφορία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский