Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμπλουτίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εμπλουτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛmbluˈtizɔ] VERB μεταβ

1. εμπλουτίζω (με ορισμένα συστατικά):

εμπλουτίζω με

2. εμπλουτίζω (διευρύνω: εμπειρίες):

εμπλουτίζω

II . εμπλουτίζομαι VERB αυτοπ ρήμα (γίνομαι πιο περιεκτικός)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский