Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμπλέκω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμπλέκω <ενέπλεξα, εμπλέχτηκα> [ɛmˈblɛkɔ] VERB μεταβ

εμπλέκω κάποιον σε κάτι
jdn in etw αιτ verwickeln

Βλέπε και: μπλέκω

I . μπλέ|κω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ˈblɛkɔ] VERB μεταβ

2. μπλέκω (ανακατώνω κάποιον κάπου):

verwickeln in +αιτ

III . μπλέκομαι VERB αυτοπ ρήμα (ανακατεύομαι)

Παραδειγματικές φράσεις με εμπλέκω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский