Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπλέκω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μπλέ|κω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ˈblɛkɔ] VERB μεταβ

1. μπλέκω (μπερδεύω):

μπλέκω

2. μπλέκω (ανακατώνω κάποιον κάπου):

μπλέκω σε
verwickeln in +αιτ

ιδιωτισμοί:

III . μπλέκομαι VERB αυτοπ ρήμα (ανακατεύομαι)

Παραδειγματικές φράσεις με μπλέκω

μπλέκω στα δίχτυα κάποιου μτφ
μπλέκω με κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский