Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπλοκάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπλοκάρ|ω <-α [ή -ισα], -ίστηκα, -ισμένος> [blɔˈkarɔ] VERB μεταβ

μπλοκάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский