Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπλέξιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπλέξιμο [ˈblɛksimɔ] SUBST ουδ

1. μπλέξιμο (περιπλοκή):

μπλέξιμο
Verwicklung θηλ

2. μπλέξιμο (ερωτοδουλειά):

μπλέξιμο
Affäre θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский