Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έμπιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έμπιστ|ος <-η, -ο> [ˈɛmbistɔs] ΕΠΊΘ

1. έμπιστος (αξιόπιστος):

έμπιστος

2. έμπιστος (σύντροφος, φίλος):

έμπιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский