Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμπεριστατωμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμπεριστατωμέν|ος <-η, -ο> [ɛmbɛristatɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. εμπεριστατωμένος (σε βάθος: έρευνα):

εμπεριστατωμένος

2. εμπεριστατωμένος (λεπτομερειακός: έκθεση):

εμπεριστατωμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский