Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμπιστεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμπιστεύ|ομαι <-τηκα, -μένος> [ɛmbisˈtɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. εμπιστεύομαι (έχω εμπιστοσύνη):

εμπιστεύομαι κάποιον
δεν τον εμπιστεύομαι

2. εμπιστεύομαι (παραδίνω, φανερώνω μυστικό):

εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον

3. εμπιστεύομαι (βασίζομαι):

εμπιστεύομαι κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με εμπιστεύομαι

εμπιστεύομαι κάποιον
εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον
δεν τον εμπιστεύομαι
την εμπιστεύομαι απολύτως

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский