Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλλάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αλλά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [aˈlazɔ] VERB μεταβ

2. αλλάζω (αντικαθιστώ):

αλλάζω
αλλάζω θέμα
αλλάζω λάστιχο
αλλάζω τη λάμπα
αλλάζω ρούχα
αλλάζω όνομα
αλλάζω δέρμα (φίδι)

5. αλλάζω (επιστρέφω στο κατάστημα αγοράς):

αλλάζω

6. αλλάζω (χρήματα):

αλλάζω

II . αλλά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [aˈlazɔ] VERB αμετάβ

2. αλλάζω (φοράω άλλα ρούχα):

αλλάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский