Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκπλήσσω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ε|κπλήσσω [ɛkˈplisɔ], ε|κπλήττω [ɛkˈplitɔ] <-ξέπληξα> VERB μεταβ

εκπλήσσω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский