Γερμανικά » Γαλλικά

I . lohnen [ˈloːnən] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

2. lohnen (sehenswert, hörenswert sein):

III . lohnen [ˈloːnən] ΡΉΜΑ αμετάβ

I . löhnen [ˈløːnən] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

casquer οικ

II . löhnen [ˈløːnən] ΡΉΜΑ μεταβ οικ

Lohn <-[e]s, Löhne> [loːn, Plː ˈløːnə] ΟΥΣ αρσ

1. Lohn (Arbeitsentgelt):

salaire αρσ
salaire αρσ vital

ιδιωτισμοί:

Lohn-Preis-Spirale ΟΥΣ θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με Löhne

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina