Γερμανικά » Γαλλικά

Fremde(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

inconnu(e) αρσ (θηλ)
étranger(-ère) αρσ (θηλ)

Fremde <-; χωρίς πλ> [ˈfrɛmdə] ΟΥΣ θηλ τυπικ

fremd [frɛmt] ΕΠΊΘ

1. fremd (fremdländisch):

étranger(-ère)

2. fremd (nicht einheimisch):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina