Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „quittiert“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

I . quit·tie·ren* [kvɪˈti:rən] ΡΉΜΑ μεταβ

1. quittieren (durch Unterschrift bestätigen):

2. quittieren τυπικ (beantworten):

Βλέπε και: Dienst , Dienst

Dienst ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο

Dienst <-[e]s, -e> [di:nst] ΟΥΣ αρσ

11. Dienst ΑΡΧΙΤ:

respond ειδικ ορολ

ιδιωτισμοί:

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文