Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „längern“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

län·ger [ˈlɛŋɐ]

länger συγκρ von lang, lange

Βλέπε και: lange , lang

lan·ge [ˈlaŋə] ΕΠΊΡΡ

lange → lang

II . lang <länger, längste> [laŋ] ΕΠΊΡΡ

4. lang οικ (entlang):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文