Γαλλικά » Γερμανικά

II . recouvrir [ʀ(ə)kuvʀiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

2. recouvrir (se couvrir à nouveau):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina