Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: adhérer , réassurer , réadapter και réadmettre

adhérer [adeʀe] ΡΉΜΑ αμετάβ

I . réadapter [ʀeadapte] ΡΉΜΑ μεταβ

2. réadapter ΙΑΤΡ:

II . réadapter [ʀeadapte] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

I . réassurer [ʀeasyʀe] ΡΉΜΑ μεταβ

II . réassurer [ʀeasyʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

réadmettre [ʀeadmɛtʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina