Γαλλικά » Γερμανικά

II . mécontent(e) [mekɔ͂tɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

Nörgler(in) αρσ (θηλ)
mécontent(e) ΠΟΛΙΤ
Unzufriedene(r) θηλ(αρσ)

Παραδειγματικές φράσεις με mécontente

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "mécontente" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina