Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: rechercher , enticher και enficher

enticher [ɑ͂tiʃe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. enticher (s'engouer):

in etw αιτ vernarrt sein

2. enticher (s'amouracher):

II . rechercher [ʀ(ə)ʃɛʀʃe] ΡΉΜΑ αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina