Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: achaler , acharner και affliger

I . affliger [afliʒe] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό

II . affliger [afliʒe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα λογοτεχνικό

acharner [aʃaʀne] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. acharner (persévérer):

2. acharner (s'obstiner à résoudre, à comprendre):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina