Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: enrober , welter , lober , dérober και englober

welter [vɛltɛʀ, wɛltɛʀ] ΟΥΣ αρσ

I . dérober [deʀɔbe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. dérober λογοτεχνικό (voler):

II . dérober [deʀɔbe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

3. dérober (se dégager):

4. dérober (s'effondrer):

I . lober [lɔbe] ΑΘΛ ΡΉΜΑ αμετάβ

II . lober [lɔbe] ΑΘΛ ΡΉΜΑ μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina