Γαλλικά » Γερμανικά

enrobé(e) [ɑ͂ʀɔbe] ΕΠΊΘ οικ

enrober [ɑ͂ʀɔbe] ΡΉΜΑ μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με enrobée

glace enrobée de chocolat

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina