Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: achoppement , propergol και achopper

II . achopper [aʃɔpe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

s'achopper à qc μτφ λογοτεχνικό
auf etw stoßen μτφ

propergol [pʀɔpɛʀgɔl] ΟΥΣ αρσ ΧΗΜ

achoppement

achoppement → pierre

Βλέπε και: pierre

pierre [pjɛʀ] ΟΥΣ θηλ

2. pierre (pierre précieuse):

[Edel]stein αρσ

3. pierre sans πλ (immobilier):

II . pierre [pjɛʀ]

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina