Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: désodoriser , désodorisant , désordre , désorienter και désorienté

désodorisant [dezɔdɔʀizɑ͂] ΟΥΣ αρσ

désorienté(e) [dezɔʀjɑ͂te] ΕΠΊΘ

désorienter [dezɔʀjɑ͂te] ΡΉΜΑ μεταβ

2. désorienter (déconcerter):

3. désorienter ΨΥΧ:

désordre [dezɔʀdʀ] ΟΥΣ αρσ

4. désordre συνήθ πλ ΠΟΛΙΤ:

5. désordre λογοτεχνικό (conduite déréglée):

Ausschweifung θηλ

ιδιωτισμοί:

ça fait désordre οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina