Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: dessert , désert , déserter , destroy και despote

désert [dezɛʀ] ΟΥΣ αρσ

1. désert ΓΕΩΓΡ:

Wüste θηλ

2. désert (lieu dépeuplé):

Einöde θηλ
Einschicht θηλ A

ιδιωτισμοί:

dessert [desɛʀ] ΟΥΣ αρσ ΜΑΓΕΙΡ

I . déserter [dezɛʀte] ΡΉΜΑ μεταβ

1. déserter (quitter):

II . déserter [dezɛʀte] ΡΉΜΑ αμετάβ ΣΤΡΑΤ

I . despote [dɛspɔt] ΟΥΣ αρσ

1. despote ΠΟΛΙΤ:

Despot αρσ

2. despote (personne tyrannique):

Despot αρσ
Tyrann αρσ

II . despote [dɛspɔt] ΕΠΊΘ

destroy [dɛstʀɔj] ΕΠΊΘ αμετάβλ πολύ οικ!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina