Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: délibérer , délimiter και délivrer

I . délivrer [delivʀe] ΡΉΜΑ μεταβ

3. délivrer ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:

II . délivrer [delivʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

délimiter [delimite] ΡΉΜΑ μεταβ

délibérer [delibeʀe] ΡΉΜΑ αμετάβ

3. délibérer λογοτεχνικό (réfléchir):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina