I . go <goes, went, gone> [gəʊ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. go:
2. go (travel):
3. go (disappear):
4. go (leave):
5. go (do):
-
to go on a pilgrimage
6. go (attend):
8. go:
-
I went cold
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.