I.bust [βρετ bʌst, αμερικ bəst] ΟΥΣ
II.bust [βρετ bʌst, αμερικ bəst] ΕΠΊΘ οικ
III.bust <απλ παρελθ, μετ παρακειμ bust or busted> [βρετ bʌst, αμερικ bəst] ΡΉΜΑ μεταβ οικ
2. bust police:
- épingler οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.