I.dry [βρετ drʌɪ, αμερικ draɪ] ΟΥΣ βρετ ΠΟΛΙΤ
- ultraconservateur/-trice αρσ/θηλ
II.dry [βρετ drʌɪ, αμερικ draɪ] ΕΠΊΘ
1. dry (not wet or moist):
- à sec
2. dry (not rainy):
7. dry βρετ ΠΟΛΙΤ:
- ultraconservateur/-trice
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.