I.enjoy [βρετ ɪnˈdʒɔɪ, ɛnˈdʒɔɪ, αμερικ ɪnˈdʒɔɪ, ɛnˈdʒɔɪ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. enjoy (get pleasure from):
II.enjoy [βρετ ɪnˈdʒɔɪ, ɛnˈdʒɔɪ, αμερικ ɪnˈdʒɔɪ, ɛnˈdʒɔɪ] ΡΉΜΑ αμετάβ
- enjoy! αμερικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.