στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
territoriale [territoˈrjale] ΕΠΊΘ
1. territoriale (di Stato):
- territoriale integrità, concessione, acque, rivendicazione
-
2. territoriale ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:
στο λεξικό PONS
territoriale [ter·ri·to·ˈria:·le] ΕΠΊΘ
- -e territoriali
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- -e territoriali