στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. territorial [βρετ ˌtɛrɪˈtɔːrɪəl, αμερικ ˌtɛrəˈtɔriəl] ΕΠΊΘ
1. territorial:
- territorial ΓΕΩΓΡ, ΠΟΛΙΤ
-
2. territorial ΖΩΟΛ:
territorial waters [βρετ, αμερικ ˌtɛrəˈtɔriəl ˈwɔdərz] ΟΥΣ npl
- territoriale integrità, concessione, acque, rivendicazione
- territorial
- territoriale amministrazione
- territorial
-
- territorial instinct
-
- territorial claims
στο λεξικό PONS
I. territorial [ˌte·rə·ˈtɔ:·ri·əl] ΟΥΣ ΣΤΡΑΤ
- territorial
- territoriale αρσ
II. territorial [ˌte·rə·ˈtɔ:·ri·əl] ΕΠΊΘ
- territorial
-
- territorial waters
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- territorial waters