στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
puntuale [puntˈuale] ΕΠΊΘ
1. puntuale:
2. puntuale (preciso) μτφ:
3. puntuale ΓΛΩΣΣ:
- puntuale
-
-
- puntuale
- unpunctual person
- non puntuale
- promptly arrive, leave, start
- puntuale
- perceptive study, account, article
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.