στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. fanatico <πλ fanatici, fanatiche> [faˈnatiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
II. fanatico (fanatica) <πλ fanatici, fanatiche> [faˈnatiko, tʃi, ke] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. fanatico (mosso da fanatismo):
-
- fanatico
-
- diventare fanatico
-
- comportarsi da fanatico
-
- fanatico
-
- fanatico
-
- (eccessivamente) entusiasta, fanatico
στο λεξικό PONS
-
- fanatico(-a) αρσ (θηλ)
-
- fanatico(-a) αρσ (θηλ)
-
- fanatico(-a) αρσ (θηλ)
-
- fanatico(-a) αρσ (θηλ)
-
- fanatico -a
-
- fanatico(-a) αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.