στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


drammatico <πλ drammatici, drammatiche> [dramˈmatiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ


στο λεξικό PONS


drammatica <-che> [dram·ˈma:·ti·ka] ΟΥΣ θηλ ΘΈΑΤ
- drammatica
-
drammatico (-a) <-ci, -che> [dram·ˈma:·ti·ko] ΕΠΊΘ
1. drammatico ΘΈΑΤ:
2. drammatico (doloroso):
- drammatico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.