στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. dibattuto [dibatˈtuto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
dibattuto → dibattere
II. dibattuto [dibatˈtuto] ΕΠΊΘ
I. dibattere [diˈbattere] ΡΉΜΑ μεταβ
II. dibattersi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. dibattersi (dimenarsi):
- dibattersi persona, animale:
-
- dibattersi persona, animale:
-
- dibattersi persona, animale:
-
- dibattersi persona, animale:
-
2. dibattersi μτφ:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.