στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


I. crociato [kroˈtʃato] ΕΠΊΘ
crociata [kroˈtʃata] ΟΥΣ θηλ
1. crociata ΙΣΤΟΡΊΑ:


στο λεξικό PONS




-
- partecipare alle crociate
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.