στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. coniuge [ˈkɔnjudʒe] ΟΥΣ αρσ θηλ
- coniuge
-
- coniuge superstite ΝΟΜ
-
- legittimo figlio, coniuge
-
- rispettare genitori, defunti, coniuge
-
- abbandonare coniuge, fidanzato, famiglia
-
- abbandonare coniuge, fidanzato, famiglia
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.