Selbstgedrehte <-n, -n> ΟΥΣ θηλ οικ
selbstgebackenπαλαιότ
selbstgebacken → backen I.1
I. backen1 <backt [o. bäckt], backte [o. απαρχ buk], gebacken> [ˈbakən] ΡΉΜΑ μεταβ
1. backen:
2. backen DIAL (braten):
selbstgerecht ΕΠΊΘ
Selbstgebrauch ΟΥΣ αρσ χωρίς πλ ΟΙΚΟΝ
selbstgenähtπαλαιότ
selbstgenäht → nähen I.1
I. nähen [ˈnɛːən] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.