Richtige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
1. Richtige(r) (Partner):
2. Richtige(r) (Treffer):
I. richtig [ˈrɪçtɪç] ΕΠΊΘ
2. richtig (angebracht):
3. richtig (am richtigen Ort):
4. richtig (wirklich):
6. richtig (passend):
II. richtig [ˈrɪçtɪç] ΕΠΊΡΡ
1. richtig (korrekt):
2. richtig (angebracht):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.