στο λεξικό PONS
I. ver·bind·lich [fɛɐ̯ˈbɪntlɪç] ΕΠΊΘ
II. ver·bind·lich [fɛɐ̯ˈbɪntlɪç] ΕΠΊΡΡ
1. verbindlich (bindend):
2. verbindlich (entgegenkommend):
all·ge·mein ver·bind·lich, all·ge·mein·ver·bind·lich ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
verbindlich ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.