στο λεξικό PONS
I. un·ver·bind·lich [ˈʊnfɛɐ̯bɪntlɪç] ΕΠΊΘ
1. unverbindlich (nicht verpflichtend):
2. unverbindlich (distanziert):
II. un·ver·bind·lich [ˈʊnfɛɐ̯bɪntlɪç] ΕΠΊΡΡ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
rechtlich unverbindlich
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.