I. schu·lisch [ˈʃu:lɪʃ] ΕΠΊΘ
1. schulisch (die Schule betreffend):
2. schulisch (den Unterricht betreffend):
-
- schulischer Nachweis über eine praktische Arbeit oder Feldforschung
-
- schulischer Werdegang
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.