στο λεξικό PONS
I. lang·fris·tig ΕΠΊΘ
II. lang·fris·tig ΕΠΊΡΡ
Fremd·mit·tel ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
langfristige Fremdmittel ΟΥΣ πλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
langfristig ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Fremdmittel ΟΥΣ πλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- funds πλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
langfristig
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Langerhans-Inseln
- lang ersehnt
- langersehnt
- Langeweile
- langfädig
- langfristige Fremdmittel
- langfristiger Kredit
- Langfrist-Rating
- Langfristzinsen
- lang gehegt
- langgehegt